- σκληροπετρόστερνος
- -ον, Μ1. αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει πέτρινο στέρνο, πέτρινο στήθος2. (κυρίως με μτφ. σημ.) ανάλγητος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτρα + στέρνον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.